Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012
Η Κρίση και το Εγχείρημα της Συντηρητικής Ηγεμονίας
Της Τζένης Λιαλιούτη
Μία σημαντική διάσταση της παρούσας κρίσης, όψεις της οποίας θα μας απασχολήσουν εδώ, αφορά στον «προνομιακό ορισμό του προβλήματος» και στην προσπάθεια οικοδόμησης ηγεμονίας βάσει της καθιέρωσης στο δημόσιο λόγο μιας ερμηνείας για τα αίτια της κρίσης και τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισής της [1]. Η ερμηνεία που προτείνεται από ένα μέρος των πολιτικών και δημοσιογραφικών ελίτ οδηγεί στην ανάδυση ενός συντηρητικού φιλελεύθερου λόγου, ο οποίος διαπερνά τις παραδοσιακές κομματικές και παραταξιακές διαιρέσεις. Αυτός ο φιλελεύθερος συντηρητισμός εμπεριέχει στοιχεία ριζοσπαστισμού, καθώς θέτει στο επίκεντρο των προγραμματικών του στόχων την αναμόρφωση του κράτους και των παραγωγικών δομών, καθώς και την αναδιάταξη της σχέσης ιδιωτικού-δημοσίου. Οι στόχοι αυτοί συνοψίζονται στις συνθηματολογικές αναφορές στο «μεγάλο» κράτος, καθώς και στο επαναλαμβανόμενο αίτημα για ιδιωτικοποίηση των όποιων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων παραμένουν υπό κρατικό έλεγχο. Παράλληλα, προβάλλεται συστηματικά η αναγκαιότητα για αναμόρφωση του κομματικού συστήματος και ανάδυση ενός νέου πολιτικού προσωπικού.
Ο περί κρίσης λόγος που προκύπτει εντός του παραπάνω ιδεολογικού πλαισίου εκκινεί από την έννοια της εθνικής κρίσης και της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης προκειμένου να υποστηρίξει την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής και την προσαρμογή των κοινοβουλευτικών διαδικασιών στην αναγκαιότητα της ταχείας λήψης αποφάσεων. Βασικά σημεία αναφοράς αυτού του λόγου είναι η επίκληση του αντι-λαϊκισμού, η απαξίωση της Μεταπολίτευσης και των πολιτικών ελίτ που αναδείχθηκαν στη διάρκειά της, το πρόταγμα της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, η απόρριψη της ιδεολογίας, η υποκατάσταση του στόχου της κοινωνικής δικαιοσύνης από την έννοια της αλληλεγγύης και της φιλανθρωπίας στο πλαίσιο μίας εξιδανικευμένης Κοινωνίας Πολιτών. Ως προς το τελευταίο στοιχείο, αξίζει να υπογραμμιστεί η ιδιαίτερη προβολή που επιφυλάχθηκε από μέσα μαζικής ενημέρωσης στις φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ειδικότερα, το ιδεολόγημα του αντι-λαϊκισμού αποτελεί ένα από τα βασικά ερμηνευτικά σχήματα αυτού του λόγου. Αιχμή του δόρατος για την αφήγηση του αντι-λαϊκισμού αποτελεί η εξαιρετικά αρνητική αξιολόγηση της περιόδου της Μεταπολίτευσης, η οποία αναπαρίσταται ως παραγωγός δημοσιονομικών ελλειμμάτων και παθογενειών στη συμπεριφορά του κοινωνικού σώματος. Πρόκειται για μία αποσπασματική θέαση του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος, η οποία αποσιωπά τα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης στο επίπεδο του εκδημοκρατισμού και της οργάνωσης των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Είναι επίσης χαρακτηριστική η παραγνώριση της συγκριτικής διάστασης της κρίσης, με συστηματικές αναφορές στα αίτια και τα χαρακτηριστικά της στο διεθνές πλαίσιο, και η τάση αναπαράστασής της ως ελληνικής παθολογίας, ως ένα ακόμη σύμπτωμα της ελληνικής εξαίρεσης [2].
Άμεσα συνδεδεμένη με τα παραπάνω είναι η πλήρης απαξίωση του πολιτικού προσωπικού, η οποία συνοδεύεται από την εξιδανίκευση των λεγόμενων τεχνοκρατών στους οποίους αποδίδεται ένας προνομιακός ρόλος όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης, λόγω της αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας και του ρεαλισμού που υποτίθεται ότι τους διακρίνει. Παρά τη δεδηλωμένη εχθρότητα του προς το λαϊκισμό, ο λόγος αυτός παράγει με τη σειρά του στην περίπτωση αυτή έναν δικό του ιδιότυπο λαϊκισμό. Αξίζει επίσης να παρατηρηθεί ότι η κριτική στις πολιτικές ελίτ παίρνει συχνά στο δημόσιο λόγο τη μορφή ενός ισοπεδωτικού αντικομματισμού με αντικοινοβουλευτικές και αντιδημοκρατικές προεκτάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και όψεις της συζήτησης για την αναγκαιότητα ή μη της χρηματοδότησης των κομμάτων από το κράτος, η οποία καταλήγει ορισμένες φορές σε λαϊκιστικές αναφορές στο «κόστος» της (κομματικής) δημοκρατίας. Ανάλογες αντιδημοκρατικές συνδηλώσεις εντοπίζονται σε αναφορές που υποστηρίζουν την ανάγκη διάκρισης βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας προκειμένου οι αποφάσεις των υπουργών να είναι απαλλαγμένες από τη λογική του πολιτικού κόστους. Ωστόσο, συχνά η αναφορά στο πολιτικό κόστος εμπεριέχει τελικά την ίδια την έννοια της εκπροσώπησης και της λογοδοσίας που ενυπάρχει στη σχέση βουλευτή-εκλογέα.
Κεντρικής σημασίας για το ιδεολογικό αυτό οικοδόμημα είναι η αντίληψη περί της έννοιας του πολίτη, ενώ ενδεικτική είναι η απουσία αναφορών στην έννοια του λαού. Μέσα από τοποθετήσεις πολιτικών και δημοσιογραφικές αναλύσεις, προβάλλει η έννοια του υπεύθυνου και «νομοταγούς» πολίτη, ο οποίος υποκαθιστά την έννοια του λαού και αντιδιαστέλλεται προς την ανεύθυνη και ανορθολογική συμπεριφορά μίας σειράς συλλογικοτήτων (π.χ. συνδικάτα, κόμματα). Ως βασικό στοιχείο της ταυτότητας του υπεύθυνου πολίτη προσδιορίζεται ρητά η απαρέγκλιτη εκπλήρωση των φορολογικών του υποχρεώσεων, αλλά και η συνεισφορά του στη σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας. Η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε μία απλουστευτική, και εν τέλει λαϊκιστική, αντιδιαστολή των εργαζομένων του δημόσιου τομέα προς όσους εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα. Οι πρώτοι απαξιώνονται ως μη παραγωγικοί και ενοχοποιούνται για την εκδήλωση της κρίσης, ενώ οι δεύτεροι παρουσιάζονται ως θύματα της παρασιτικής συμπεριφοράς των πρώτων. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη αναφορά η οποία υποστηρίζει αυτή τη θέαση των δύο τομέων της οικονομίας, ενώ παράλληλα φέρνει στην επιφάνεια γνώριμα στοιχεία του συντηρητικού λόγου με την αντιδιαστολή του εργατικού πολίτη, που είναι πρόθυμος να αναλάβει επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, προς τον οκνηρό πολίτη που ρέπει προς την παραβατικότητα: «Η προσπάθεια, η τήρηση των νόμων και η επιχειρηματικότητα πρέπει να αμείβονται. Η τεμπελιά και η παρανομία όχι» [3]. Στο πλαίσιο αυτό, αναδύεται ένας δυνάμει διχαστικός λόγος που παραπέμπει σε μία αντίληψη περί εσωτερικού εχθρού, καθώς τίθεται ζήτημα «εκπροσώπησης νομοταγών» πολιτών [4], οι οποίοι αντιδιαστέλλονται έτσι προς τους μη νομοταγείς, απηχώντας εν μέρει ιδεολογικά σχήματα του εθνικόφρονος λόγου.
Τα παραπάνω θα άξιζε ίσως να συσχετιστούν με τις σύγχρονες τάσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη που αφορούν την ανάδυση ενός νέου και δυνάμει ηγεμονικού συντηρητικού λόγου, συχνά ριζοσπαστικού, ο οποίος φέρνει επίσης στο προσκήνιο μία ανάλογη αντίληψη της έννοιας του πολίτη. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το Tea Party στις ΗΠΑ, το οποίο παρά την σχετικά μικρή εκλογική του επιτυχία, έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στη δημόσια θεματολογία και στο ιδεολογικό στίγμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το Tea Party στηρίζει την επιχειρηματολογία του στη διχοτομία μεταξύ σκληρά εργαζόμενων πολιτών που θεωρούνται πλήρη μέλη της κοινωνίας και «ανάξιων», «τσαμπατζήδων», μη παραγωγικών πολιτών που δε νομιμοποιούνται να απολαμβάνουν προνοιακών επιδομάτων ή άλλων αναδιανεμητικών κρατικών πολιτικών. Η εργασία, η παραγωγικότητα τίθενται στον πυρήνα της αντίληψης του Tea Party για την ιδιότητα του πολίτη και την έννοια της αντιπροσώπευσης [5]. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Βρετανία, το ιδεολογικό σχήμα της «Μεγάλης Κοινωνίας» του Ντέιβιντ Κάμερον έφερε στο προσκήνιο την έννοια της ατομικής ευθύνης, της εργασίας ως «σκοπού» της ζωής και προέβαλε τις αξίες του εθελοντισμού και της φιλανθρωπίας δαιμονοποιώντας τον «κρατικό έλεγχο» και τις ηθικές επιπτώσεις των προνοιακών επιδομάτων στη διάπλαση του χαρακτήρα των πολιτών [6].
Έχει, λοιπόν, ενδιαφέρον να δούμε αν και κατά πόσον, η κρίση που σήμερα εκδηλώνεται σε περισσότερα του ενός επίπεδα θα οδηγήσει στην εδραίωση μιας συντηρητικής ηγεμονίας, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο και πώς οι τρέχουσες ιδεολογικές διεργασίες θα επηρεάσουν το περιεχόμενο όρων όπως η πολιτική, η δημοκρατία και η συμμετοχή.
Η Τζένη Λιαλιούτη είναι δρ. Πολιτικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου