Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Δεκέμβρης 2008: Δύο χρόνια μετά

Τον Γενάρη του 2010, ο Όμιλος Μελέτης Ιστορίας και Κοινωνίας (o γνωστός μας ΟΜΙΚ, μια ελπιδοφόρα συλλογικότητα νέων κοινωνικών επιστημόνων, που από το 2006 αναπτύσσει έντονη δράση, συνδυάζοντας τον επιστημονικό με τον πολιτικό προβληματισμό) οργάνωσε την εκδήλωση «Οι ιστορικοί μιλάνε για τον “Δεκέμβρη” του 2008» και ομιλητές τους ιστορικούς Βασίλη Κρεμμυδά (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Παρασκευά Ματάλα (Πανεπιστήμιο Κρήτης) και Χρήστο Χατζηιωσήφ (Πανεπιστήμιο Κρήτης). Οι τρεις ομιλητές κλήθηκαν να απαντήσουν σε τρία ερωτήματα που έθεσαν οι οργανωτές:

1. Μπορεί ο ιστορικός της νεότερης ιστορίας να συνεισφέρει στην κατανόηση των σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων και με ποιον τρόπο; 2. Ποιος ή ποιοι άξονες συνδέουν το φαινόμενο του Δεκέμβρη του 2008 με το ιστορικό παρελθόν του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού; 3. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγκρουσης που εκδηλώθηκε με τη μορφή των γεγονότων του Δεκέμβρη;

Οι εισηγήσεις και η ανοιχτή συζήτηση που ακολούθησε περιλαμβάνονται σε έναν τόμο που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις «Ασίνη». Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από τις τρεις εισηγήσεις. Οι τίτλοι είναι των «Ενθεμάτων», ενώ έχουν απαλειφθεί οι υποσημειώσεις.



Οι εξεγέρσεις και το ξέσπασμα του Δεκέμβρη

του Βασιλη Κρεμμυδα

[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

[…]. Θα πάω αμέσως, με δυο λόγια πάλι, στο τι ήταν αυτό το πράγμα. Αυτό, δηλαδή, που ονομάσατε εσείς «φαινόμενο». Δεν θα έλεγα τόσο βαρύγδουπη λέξη. Είναι γεγονός ότι διατυπώθηκε ένα αίτημα για κάποια αλλαγή. Αλλαγή σε κάτι. Προφανώς, για μένα, στην κοινωνία. Για μια γενικότερη, δηλαδή, αλλαγή. Εξέφρασε μια χρόνια πίεση προς τη νεολαία, και εκδηλώθηκε με αφορμή μια δολοφονία. Δεν θα το έλεγα «εξέγερση». Γιατί πιστεύω ότι η «εξέγερση» είναι κάτι οργανωμένο, υπάρχει μια κεντρική κατευθυντήρια γραμμή που, με παρεκκλίσεις ή όχι, οδηγεί τα πράγματα. Εδώ, απ’ όσο μπορώ να ξέρω, κάτι τέτοιο δεν υπήρξε. Θα το έλεγα «ξέσπασμα», «ξεσηκωμό», «έγερση», όχι όμως «εξέγερση».

Αυτή η μαθητική έγερση, το ξέσπασμα, θα μπορούσε να είχε κινητοποιήσει την κοινωνία, αν δεν είχε παρέμβει η βία. Η βία που δεν ήταν, όπως ξέρετε, σχεδόν καθόλου, κρατική. Και που, κατά τη γνώμη μου, ίσως πρέπει να τη μελετήσουμε αυτόνομα από τον μαθητικό ξεσηκωμό. Για να ενισχύσω λίγο αυτή την άποψή μου, θέλω να πω ότι, όπως εγώ το είδα, ο συγκεκριμένος ξεσηκωμός είχε μια δυναμική και προμήνυε και διάρκεια. Και η βία που μεσολάβησε αφαίρεσε και από τη δυναμική, και περίπου ακύρωσε τη διάρκεια. Αν το καλοσκεφτούμε, έκτοτε, αφού πέρασε το ίδιο το γεγονός και άρχισε να «κρυώνει», να γίνεται δηλαδή ανάμνηση, θα παρατηρήσουμε ότι μέσα στη σκέψη μας, όταν θέλουμε να το ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, πρώτα θα θυμηθούμε τις φωτιές και τις καταστροφές, και μετά το ίδιο το μαθητικό κίνημα (κίνημα θα το ’λεγα εύκολα). Τώρα, αν είμαστε δέκα, εκατό ή διακόσιοι άνθρωποι που δεν λειτουργούμε μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι και σπουδαία συγκομιδή.

Θα πάω τώρα και στο τελευταίο ζήτημα, και ούτως ή άλλως θα τα κουβεντιάσουμε -- γι’ αυτό και λέω, άλλωστε, τόσο λίγα. Αν έχουμε στη σύγχρονη ιστορία παράλληλο γεγονός. Έχουμε. Πρόκειται για μια όχι μαθητική, αλλά φοιτητική εξέγερση, την οποία την ακολούθησαν και μαθητές. Αυτή ήταν πράγματι εξέγερση, γιατί είχε κεντρική διεύθυνση. Στη δεκαετία του 1950, με αφορμή τον απελευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο, οργανώθηκαν διαδηλώσεις επανειλημμένα, με μεγάλη δυναμική, και με μεγάλη διάρκεια. Και με βία. Μόνο που, εκείνη τη φορά, η βία ήταν αποκλειστικά κρατική, δεν προερχόταν από τους εξεγερμένους, και το φοιτητικό εκείνο κίνημα μπόρεσε και να διαρκέσει και να εξεγείρει την ίδια την κοινωνία. Κινητοποίησε, δηλαδή, μια ολόκληρη κοινωνία, την οποία και εξέφρασε τελικά.

Τι σήμαινε αυτή η εξέγερση; Ο απελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο ήταν καταρχήν αντιαποικιακός, ενώ εδώ στην Ελλάδα η κοινωνία δοκίμαζε τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και την κρατική βία, η οποία είχε αφορμή τον εμφύλιο πόλεμο. Τότε μπήκαν στην ημερήσια διάταξη τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τότε άρχισαν να παχαίνουν οι φάκελοι στην ασφάλεια, κ.λπ. Πολλοί απόκτησαν φάκελο μέσα από αυτή τη φοιτητική εξέγερση. Τότε, επίσης, μπήκαν στην ημερήσια διάταξη και οι χαρακτηρισμοί, προκειμένου για νεολαίους: «συμπαθών τον κομμουνισμό», ή, ακόμη χειρότερα, «κομμουνιστής». Δεν εξέφρασε, όμως, εκείνη η εξέγερση μόνο την επιθυμία και της ελληνικής κοινωνίας, στον βαθμό που ήταν δυνατό και παράλληλα, να ταυτιστεί με την εξέγερση της κυπριακής κοινωνίας. Εξέφρασε και μια άλλη πίεση, καταπίεση, μία άλλη βία, την οποία ζούσε το φοιτητικό κίνημα μέσα στα πανεπιστήμια.

Μέσα στα πανεπιστήμια η ασφάλεια είχε εξαπολύσει τους πράκτορές της, τους υπαλλήλους της, μη ένστολους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, οι οποίοι εν τω μεταξύ έβρισκαν και φοιτητές πρόθυμους να βοηθήσουν. Αυτό μέσα στους χώρους του πανεπιστημίου ήταν μία φοβερή βία.





Ο ιστορικός μπροστά στην κρίση: τολμώντας να γνωρίσουμε

του Χρηστου Χατζηιωσηφ

[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

[…] Τα ελλιπή δεδομένα δεν εμποδίζουν τον ιστορικό και τον κάθε κοινωνικό επιστήμονα να εξαγάγει ως πολίτης τα πολιτικά συμπεράσματά του. Η μαζικότητα της συμμετοχής στα γεγονότα, η διάρκειά τους, η βία που ασκήθηκε επί πραγμάτων και προσώπων μάς επιβάλλει να αναρωτηθούμε τι ήταν αυτό που συνέβη και γιατί. Δεν θα δίσταζα να χαρακτηρίσω αυτό που συνέβη τον Δεκέμβρη του 2008 «εξέγερση» (κι εδώ θα διαφοροποιηθώ από τον κ. Κρεμμυδά, δίνοντας ενδεχομένως έναν διαφορετικό ορισμό στην εξέγερση), γιατί, κατά τη γνώμη μου, αυτό που συνέβη συνδύαζε την εμφανή και έμπρακτη απόρριψη της κρατικής εξουσίας, όπως αυτή εκδηλωνόταν με τη σύγκρουση με την αστυνομία, με τις επιθέσεις εναντίον ενός βασικού θεσμού του κοινωνικού καθεστώτος: της ιδιοκτησίας. […]

Ασφαλώς δεν χρειάζεται να είναι κανένας ιστορικός για να διαπιστώσει ότι από τη Νομική και το Πολυτεχνείο του 1973, η διαμαρτυρία και η εξέγερση των μεγαλύτερων αποτελεί ένα πρότυπο πολιτικής συμπεριφοράς για τους νεώτερους: αδέλφια, παιδιά, κ.ο.κ. Η φοιτητική ή μαθητική εξέγερση έχει εξελιχθεί σε ένα είδος διαβατήριας τελετής των εφήβων στην Ελλάδα, πριν την ενηλικίωσή τους και την παράδοσή τους στις κανονικότητες του συστήματος. Υπάρχει μια ζωντανή παράδοση της εξέγερσης που είναι δραστική πολιτικά. Ως ένα σημείο όμως. Γιατί, όπως είπα, η διαβατήρια αυτή τελετή καταλήγει στην ένταξη των νέων στο σύστημα. Μέχρι τώρα, το σύστημα τους έχει απορροφήσει και έχει χωνέψει και τις εξεγέρσεις. Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η αναφορά στις προηγούμενες και ο εκθειασμός των εξεγέρσεων της κάθε στιγμής εκφυλίζεται συχνά σε ένα φετιχισμό της εξέγερσης. Καταλήγει σε μια αποπολιτικοποιημένη και αισθητική αντιμετώπιση της εξέγερσης. Το ημερολόγιο με φωτογραφίες και συνθήματα από τον παρισινό Μάη του 1968 ή από τον ελληνικό Δεκέμβρη του 2008, που εξέδωσε η Αυγή καταλήγει να περιέχει τόσο λίγη πολιτική δυναμική, όσο η μορφή του Τσε Γκεβάρα στα μπλουζάκια και τους τοίχους των φοιτητικών δωματίων. Η αισθητικοποίηση της εξέγερσης διευκολύνει την αφομοίωσή της από το σύστημα, μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης εικόνων και κειμένων. Αυτή η αφομοίωση δεν εμποδίζει, βέβαια, τους υπερασπιστές του συστήματος να καταδικάζουν με κάθε ευκαιρία τις εξεγέρσεις και τους εξεγερμένους.

[…] Δεν χρειάζεται όμως η ιστορική μελέτη για να αναγνωρίσει κανένας ότι, σήμερα, η αναπαραγωγή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού συναντά σοβαρά εμπόδια. Το δημοσιονομικό πρόβλημα, στο οποίο επικεντρώνεται η συζήτηση, αποτελεί μια μόνο διάσταση των δυσκολιών του συστήματος. Η διαγραφόμενη κατάρρευση της πραγματικής οικονομίας αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή. Από αυτήν προέρχεται τόσο η δημοσιονομική δυσπραγία όσο και η ανεργία. Η αποκαλυπτόμενη γύμνια της πραγματικής οικονομίας κάνει ένα σωρό κοινωνικές αξίες, που στηρίχθηκαν πάνω στις δομές της και τη στήριξαν με τη σειρά τους, να φαίνονται εκτός τόπου και χρόνου και, επίσης, κάνει τους πολιτικούς θεσμούς να λειτουργούν στο κενό. Το σύστημα κλονίζεται, αλλά δεν συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει τις δυσκολίες του και να μετασχηματισθεί. Ο μετασχηματισμός, έστω και με τη συρρίκνωσή του, είναι πιθανότερος από την ανατροπή του. Επειδή οι δυσκολίες αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος είναι διεθνείς και ο ελληνικός οικονομικός σχηματισμός είναι ένας αδύναμος κρίκος του, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα χαρακτηριστικά του μετασχηματισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη. Διεύρυνση και ένταση των οικονομικών ανισοτήτων, εξώθηση μεγάλου μέρους των πολιτών προς τη φτώχεια, μετατόπιση της παραγωγής σε διεθνή κλίμακα, σύμπλεξη του οργανωμένου εγκλήματος με την οικονομία και την πολιτική, εκχώρηση σε ιδιώτες του κρατικού μονοπωλίου στη νόμιμη βία, συγκέντρωση της γνώσης, υπονόμευση των αντιπροσωπευτικών θεσμών με τον κατακλυσμό τους από άμεσες, αλλά μη αντιπροσωπευτικές πολιτικές εκφράσεις.

Πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτήν την πολύπλοκη και ασταθή κατάσταση; Θα έλεγα: τολμώντας να γνωρίσουμε. Να διαγνώσουμε, δηλαδή, τη σημερινή κατάσταση, να μετρήσουμε τα δεδομένα, απελευθερωμένοι από παραδεδομένα ερμηνευτικά σχήματα κάθε εποχής, από τις παλαιότερες μέχρι τις πολύ πρόσφατες. Εδώ, η φετιχοποίηση της εξέγερσης και των νέων κινημάτων μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη διάγνωση και την πολιτική πρόταση, με τον ίδιο τρόπο που η αντίστροφη φετιχοποίηση, με την επίσειση του φόβητρου της βίας, στο θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου για παράδειγμα, συγκαλύπτει βαθύτερα προβλήματα και ανησυχίες. Μόνο η εξαντλητική και αμείλικτη ανάλυση του παρόντος μπορεί να δώσει νόημα στη μελέτη του παρελθόντος και η σύμπλεξή τους να αποτελέσει τη βάση για ρεαλιστικές πολιτικές προτάσεις. Και είναι προφανές ότι, σε αυτό, οι ιστορικοί χρειάζονται τη συνεργασία και άλλων κοινωνικών επιστημόνων.



Ο λόγος των κοινωνικών επιστημόνων και ο Δεκέμβρης

του Παρασκευα Ματαλα

[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

Ας δούμε κάποια παραδείγματα απ’ τον λόγο ορισμένων κοινωνικών επιστημόνων, που ασχολήθηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τον Δεκέμβρη. Σε ένα κοινό τους κείμενο, επτά από αυτούς έγραφαν: «Η κακοδιαχείριση, οι ιδεολογικές αυταπάτες, οι αμέλειες της μεταπολίτευσης συμπυκνώθηκαν σ’ ένα τερατώδες πραγματικό Συμβάν καταστροφής και αδιέξοδου». Κατήγγελλαν «το “χάιδεμα” ορισμένων πολιτικών κομμάτων, διανοούμενων και μέσων μαζικής ενημέρωσης», και απαιτούσαν «μηδενική ανοχή σε κάθε τρομοκρατία» και «να υπάρξουν δημοκρατικοί άνθρωποι και δημοκρατικοί θεσμοί με κύρος, που να μπορέσουν να εμπνεύσουν με λόγια και με έργα εμπιστοσύνη στους πολίτες και στη νεολαία». Ο Θάνος Βερέμης, σε ένα κείμενο που μιλούσε για τους «επαγγελματίες του ολέθρου», «τα όρνεα των λαφυραγωγούντων» και το «ελπιδοφόρο που έγινε στην Πάτρα», κατέληγε ότι: «πρέπει τα κόμματα να αυτοκαθαρθούν από τα άχρηστα στοιχεία που τα απαρτίζουν και να αναζητήσουν την ανανέωσή τους σε εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα, κατά προτίμηση αριστείς» και ακολούθως «να συγκροτήσουν κυβέρνηση εθνικής ενότητας», ελπίζοντας ότι όλη αυτή η αναταραχή μπορεί να φέρει «τελικά ένα νέο σωτήριο 1909-1910».

Εκείνο που θέλω να επισημάνω στα παραπάνω δεν είναι τόσο ότι επιτίθενται στο γεγονός «Δεκέμβρης», αλλά ότι το χρησιμοποιούν για να το συνδέσουν με όλους εκείνους και όλα εκείνα που είχαν ήδη ως αντιπάλους, και να προβάλλουν τον δικό τους ρόλο ως «εξωκοινοβουλευτικοί αριστείς», κ.τ.λ. Στο κείμενο του Βερέμη είναι πολύ εμφανής και η χρήση της ιστορίας (αν βλέπατε τη σειρά του ΣΚΑΪ για τους «Μεγάλους Έλληνες», όπου παρουσίασε τον Καποδίστρια, ήταν σαφές πως ο ίδιος ταυτιζόταν με τον Καποδίστρια, ενώ στο παραπάνω απόσπασμα τον βλέπουμε και να αναζητεί ένα νέο Γουδί).

Ο Στάθης Καλύβας απέδωσε αυτήν την «αυτοκαταστροφή» της Ελλάδας στην «κουλτούρα», «στο σύστημα αξιών που μας κληροδότησε η μεταπολίτευση», που μπλοκάρει κάθε αλλαγή και από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε. Έναν χρόνο μετά, ο ίδιος θα αναλύσει «τι δεν ήταν» ο Δεκέμβρης, και μαζί του και ο Νίκος Μαραντζίδης θα μιλήσει για μια «εξέγερση-φάρσα», για την οποία φταίει η κυρίαρχη «“λαϊκο-δημοκρατική” κουλτούρα της Μεταπολίτευσης».

Έτσι, ο Δεκέμβρης μπορεί να γίνει το όνομα, το σύμπτωμα για τα πιο διαφορετικά πράγματα: αλλού για αυτή την «κυρίαρχη λαϊκο-δημοκρατική κουλτούρα της μεταπολίτευσης», αλλού και για την «κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη κουλτούρα», αλλού για τη «νέα τάξη πραγμάτων», για τον κακό «λαϊκισμό», για το «πελατειακό κράτος», για το «άρρωστο κρατικό πανεπιστήμιο», για τον «ρώσικο σοσιαλφασισμό», για τον «μεταμοντερνισμό»· αλλού για την «έλλειψη Θεού από την κοινωνία» και αλλού για «την κουλτούρα που έχει επιβάλλει η ορθοδοξία» κ.ο.κ. Το τρομακτικό θέαμα των σπασμένων μαγαζιών συνδέεται με ό,τι θεωρεί ο κάθε διανοούμενος ότι είναι το μέγιστο κακό, η μέγιστη απειλή για την κοινωνία. Και, όπως ήταν αναμενόμενο, για πολλούς αυτό είναι ο «ολοκληρωτισμός»: Ο Θάνος Λίποβατς επισημαίνει ότι η αποδοχή τέτοιων πράξεων βίας και αυθαιρεσίας «οδήγησαν και οδηγούν στον ολοκληρωτισμό και στο γκουλάγκ», ενώ ο Brady Kiesling, Αμερικανός πρώην διπλωμάτης που έχει σπουδάσει αρχαιολογία και ιστορία και μένει στην Ελλάδα γράφοντας βιβλία για την τρομοκρατία κ.λπ., δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Η ελληνική “νύχτα των κρυστάλλων”», παραπέμποντας στη ναζιστική Γερμανία. Οι σπασμένες βιτρίνες αρκούν για έναν παραλληλισμό ανάμεσα σε δύο εντελώς ανόμοια γεγονότα. […]

Για να καταλήξω, λοιπόν, εκείνο που νομίζω ότι μας χρειάζεται είναι ένας συνδυασμός ιστορικής αποστασιοποίησης, που σημαίνει: μια συστηματική μελέτη αυτού που λένε οι οργανωτές της συζήτησης «ιστορικό παρελθόν του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού», μια ειδικότερη μελέτη των ελληνικών εξεγερσιακών παραδόσεων (όλα αυτά τα ερωτήματα που έβαλε ο κ. Χατζηιωσήφ), η οποία θα συνδέει μεταξύ τους ιστορικά τις πρακτικές, τις εμπειρίες, τον λόγο των υποκειμένων, και η οποία βέβαια μπορεί να ωφεληθεί και από μία ευρύτερη μελέτη εξεγερσιακών φαινομένων, ένας συνδυασμός, λοιπόν, αυτής της ιστορικής αποστασιοποίησης με κάποιου είδους προσωπική εμπλοκή, η οποία θα μας δίνει πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα κατανόησης των υποκειμένων και των πραγματικών μηχανισμών αλληλοδιαδοχής των γεγονότων.

Έναν συνδυασμό, δηλαδή, που θα μας επιτρέπει κάθε φορά να έχουμε πλήρη συνείδηση του δικού μας ρόλου, της δικής μας εμπειρίας, του πώς παράγονται οι ιδέες μας, οι αναπαραστάσεις μας, τα συναισθήματά μας, έτσι ώστε να μπορούμε να επωφελούμαστε από αυτή την υποκειμενική εμπειρία, χωρίς όμως να παγιδευόμαστε σ’ αυτήν. Όπου η μελέτη και η γνώση της ιστορίας θα μας επιτρέπει να σταθμίζουμε κριτικά την ιστορία που ζούμε και, αντίστροφα, το βίωμα της ζωντανής ιστορίας θα μας βοηθάει να βλέπουμε στο παρελθόν όχι μαριονέτες, αλλά πραγματικούς ανθρώπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: