Το Σάββατο κατά τις 6.30 στο φανάρι της Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, στο νεκροταφείο, είναι σταματημένες καμιά εικοσαριά μηχανές της ομάδας «Ζ» και οι αναβάτες τους είναι ακροβολισμένοι στις τέσσερις μεριές της μεγάλης διασταυρωσης.
Ένας από αυτούς πλησιάζει και ρωτάει «πού πάτε;». Παίρνει απάντηση «στην πορεία, γιατί;». Ο νεαρός αστυνομικός ζητάει στοιχεία. Παίρνει ταυτότητες (για κάποιο λόγο, σε καιρό δημοκρατίας και ελεύθερης βόλτας τις είχανε όλοι επάνω τους) και κρατώντας τες στο ένα χέρι, βγάζει ένα σημειωματάριο με τη στάμπα καταστήματος με φωτοτυπικά και χαρτικά (του πατέρα του ίσως; του αδερφού του; ποιός ξέρει, ίσως και κανενός από αυτούς) και σημειώνει με κεφαλαία γράμματα τα στοιχεία. Παρότι τα διαβάζει στην ταυτότητα, τα ρωτάει κιόλας. «Πόσο χρονών είστε; Πού μένετε;». Είναι ευγενικός, γιατί μάλλον είναι τόσο νεαρός όσο να μη γνωρίζει ακόμη ότι στην Ελλάδα η εξουσία είναι σχεδόν συνώνυμο της λόγω και έργω αγένειας. Ακριβώς πίσω και άλλοι υφίστανται την ίδια διαδικασία. Δεν υπάρχει «μοντέλο υπόπτου». Όποιος περνάει από το φανάρι με κατεύθυνση προς τα κάτω, σταματάει για εξακρίβωση.
Ένα νεαρό ζευγάρι που ταιριάζει εμφανισιακά σε αυτό που πιθανώς η αστυνομία περιγράφει ως «δυνάμει απειλή», δηλαδή νεαρός με μούσι, μαλλί κουρεμένο ασύμμετρα με πλάνη για έπιπλα, πράσινα σταράκια, κοπέλα με πέδιλα, τατού στη γάμπα και ταγαροειδή τσάντα. Άλλος νεαρός αστυνομικός τους ελέγχει. Η κοπέλα, φανερά μουδιασμένη του λέει «δεν έχω ταυτότητα μαζί μου, να σου δείξω το πάσο μου;». Ο αστυνομικός συμφωνεί χαμηλόφωνα. Έλα όμως που ο «αρχηγός» της ομάδας, όχι και τόσο νεαρός πιά, καταφτάνει ασθμαίνοντας σαν ανασταλτικό χαφ και αποκλείει την περίπτωση... «Όχι πάσο, να προσαχθεί» διατάζει, ζητώντας ταυτόχρονα από τον ασύρματο το σχετικό όχημα. Ο νεαρός ελεγχόμενος που έχει ταυτότητα, «τα παίρνει» και αρνείται να δώσει στοιχεία. Ο νεαρός αστυνομικός προσπαθεί να κατευνάσει κάπως τα πνεύματα, αλλά έρχεται και άλλος 40ρης προϊστάμενός του, το δεύτερο αμυντικό χαφ της ομάδας και αρχίζει να δημιουργεί την κατάσταση που όλοι έχουμε «θαυμάσει» κατά καιρούς στην ελληνική αστυνομία. Το ζευγαράκι μπουζουριάζεται και πάει να γνωρίσει τις χαρές του ελληνικού αστυνομικού τμήματος, επειδή δεν είχε ταυτότητα επάνω του, ένα σαββατιάτικο απόγευμα.
Στο μεταξύ, η δική μας εξακρίβωση συνεχίζεται. Ο νεαρός αστυνομικός συνεχίζει να απαγγέλλει ταυτότητες σε αυτό το απρογραμμάτιστο υπαίθριο φιλολογικό σουαρέ. Τον ρωτάμε: «Γιατί τα ρωτάς, αφού τα βλέπεις». Αυτός δεν απαντάει. Μόλις αντιλαμβάνεται διάλογο, ο προϊστάμενος που έδωσε «λύση» στο περιστατικό με το ζευγαράκι, έρχεται και κολλάει δίπλα για να δει εάν όλα γίνονται by the book. Από την άλλη πλευρά του δρόμου, στέλεχος της ΑΔΕΔΥ Θεσσαλονίκης συζητάει σε έντονο ύφος με άλλο αστυνομικό, μάλλον ανώτερο βαθμολογικά από τους «δικούς μας», του απέναντι πεζοδρομίου. Ο συνδικαλιστής έβγαζε φωτογραφίες τα καθέκαστα, ο αστυνομικός του ζήτησε, σε έντονο ύφος, τη μηχανή.
Και όμως και να να τον έβγαζε κανείς φωτογραφία, είτε αυτόν, είτε οποιονδήποτε άλλο αστυνομικό στη διασταύρωση, δεν θα είχε καμία επίπτωση από αυτές που φοβάται (αλήθεια, ποιες φοβάται;). Γιατί όλοι οι αστυνομικοί είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες. Ναι, αυτές τις κουκούλες που η προηγούμενη κυβέρνηση ποινικοποίησε τη χρήση τους από τους «άλλους». Κουκούλες και κράνη πάνω από αυτές και όποιος δεν είχε κουκούλα, φορούσε τα κράνη με φέρινγκ, ίδια με αυτό του δικαστή Ντρεντ (μελλοντολογικό ακροδεξιό κόμικ που πραγματεύεται την άμεση απονομή δικαιοσύνης, για όσους δεν ξέρουν). Ο νεαρός που μου έπαιρνε τα στοιχεία, σε πολύ ευγενικό τόνο, φορούσε full face κουκούλα και έτσι, δεν μπορούσα να δω παρά μόνο τα μάτια αυτού που με «προστατεύει». Τον ρώτησα γιατί τη φοράει και μου είπε, χωρίς να με κοιτάει «ε, τώρα, ξέρεις...». Δεν ήξερα. Τον ρώτησα για την περίπτωση που δεν έβγαινα από το σπίτι με ταυτότητα, μια και δεν είναι απαραίτητη απογευματινές ώρες Σαββάτου σε ελεύθερη χώρα, αν τελικά θα κατέληγα στο τμήμα. Με ένα νευρικό γελάκι που έσπασε ίσα-ίσα την περιοχή γύρω από τα μάτια του (είπαμε, στη full face μόνο αυτά φαίνονται) μου απάντησε «μάλλον». Του είχα δείξει και τη δημοσιογραφική, αλλά είπαμε, μόνο αστυνομικές δεχόταν το «κατάστημα».
Κάπως έτσι λοιπόν, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη προστάτεψε περίπου 10 άτομα στο 20λεπτο που πήρε αυτή η διαδικασία, προσάγοντας τους μισούς περίπου. Ο νεαρός αστυνομικός μας ευχαρίστησε στο τέλος και ζήτησε και «συγγνώμη για την ταλαιπωρία» με ένα ύφος που (στα μάτια τουλάχιστον) καμία σχέση δεν είχε με τη full face που φορούσε.
Κάπως έτσι όμως, στην Ελλάδα (και αλλού υποθέτω) ο αστυνομικός γίνεται «μπάτσος». Ο νεαρός που βγήκε πριν από μονοψήφια χρόνια από τη σχολή, θα χάσει την ευγένεια και τη συστολή του και σε μια δεκαετία φορώντας full face θα γίνει αυτό που του ζητάνε, ένας πάνοπλος ντυμένος με τον πατροπαράδοτο νεοελληνικό τσαμπουκά σε υπερβολικές ποσότητες, που «προστατεύει» από πιθανές επιδρομές ανταρτών των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών όσους κυκλοφορούν χωρίς ταυτότητα. Φαντάζεστε να στην πέσει κανένας τέτοιος για να σου πασάρει πιστοποιητικό γέννησης και να μην έχεις ταυτότητα, Σάββατο απόγευμα;
Μόνο που όλα αυτά, πέρα από την πλάκα, δεν συνιστούν αρμοδιότητες υπουργείου «Προστασίας του Πολίτη». Περισσότερο μοιάζουν με πραιτωριανή φρουρά που σου χαλάει ένα ήρεμο κατά τα άλλα, σαββατιάτικο απόγευμα, αποτρέπει τον κόσμο από «ελεύθερη και ειρηνική διαμαρτυρία» όπως η ίδια η κυβέρνηση ονομάζει το δικαίωμα στην πορεία και δημιουργεί μια ένταση που, με κοινωνικούς όρους ανάλυσης, συνήθως βρίσκει αντίλογο με άλλες εντάσεις. Και μετά, ξεκινάει το γνωστό γαϊτανάκι με τις δυσάρεστες επιπτώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου