Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Πώς ο αστυνομικός γίνεται «μπάτσος»

Το Σάββατο κατά τις 6.30 στο φανάρι της Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, στο νεκροτα­φείο, είναι σταματημένες καμιά εικο­σαριά μηχανές της ομάδας «Ζ» και οι αναβάτες τους είναι ακροβολισμένοι στις τέσσερις μεριές της μεγάλης δια­σταυρωσης.
Ένας από αυτούς πλησι­άζει και ρωτάει «πού πάτε;». Παίρνει απάντηση «στην πορεία, γιατί;». Ο νεαρός αστυνομικός ζητάει στοιχεία. Παίρνει ταυτότητες (για κάποιο λόγο, σε καιρό δημοκρατίας και ελεύθερης βόλτας τις είχανε όλοι επάνω τους) και κρατώντας τες στο ένα χέρι, βγά­ζει ένα σημειωματάριο με τη στάμπα καταστήματος με φωτοτυπικά και χαρτικά (του πατέρα του ίσως; του αδερφού του; ποιός ξέρει, ίσως και κανενός από αυτούς) και σημειώνει με κεφαλαία γράμματα τα στοιχεία. Παρότι τα διαβάζει στην ταυτότη­τα, τα ρωτάει κιόλας. «Πόσο χρονών είστε; Πού μένετε;». Είναι ευγενικός, γιατί μάλλον είναι τόσο νεαρός όσο να μη γνωρίζει ακόμη ότι στην Ελλά­δα η εξουσία είναι σχεδόν συνώνυμο της λόγω και έργω αγένειας. Ακρι­βώς πίσω και άλλοι υφίστανται την ίδια διαδικασία. Δεν υπάρχει «μοντέ­λο υπόπτου». Όποιος περνάει από το φανάρι με κατεύθυνση προς τα κάτω, σταματάει για εξακρίβωση.

Ένα νεαρό ζευγάρι που ταιριάζει εμφανισιακά σε αυτό που πιθανώς η αστυνομία περιγράφει ως «δυνά­μει απειλή», δηλαδή νεαρός με μού­σι, μαλλί κουρεμένο ασύμμετρα με πλάνη για έπιπλα, πράσινα σταράκια, κοπέλα με πέδιλα, τατού στη γάμπα και ταγαροειδή τσάντα. Άλλος νεα­ρός αστυνομικός τους ελέγχει. Η κο­πέλα, φανερά μουδιασμένη του λέει «δεν έχω ταυτότητα μαζί μου, να σου δείξω το πάσο μου;». Ο αστυνομικός συμφωνεί χαμηλόφωνα. Έλα όμως που ο «αρχηγός» της ομάδας, όχι και τόσο νεαρός πιά, καταφτάνει ασθμαί­νοντας σαν ανασταλτικό χαφ και απο­κλείει την περίπτωση... «Όχι πάσο, να προσαχθεί» διατάζει, ζητώντας ταυ­τόχρονα από τον ασύρματο το σχετι­κό όχημα. Ο νεαρός ελεγχόμενος που έχει ταυτότητα, «τα παίρνει» και αρ­νείται να δώσει στοιχεία. Ο νεαρός αστυνομικός προσπαθεί να κατευνά­σει κάπως τα πνεύματα, αλλά έρχεται και άλλος 40ρης προϊστάμενός του, το δεύτερο αμυντικό χαφ της ομάδας και αρχίζει να δημιουργεί την κατά­σταση που όλοι έχουμε «θαυμάσει» κατά καιρούς στην ελληνική αστυνο­μία. Το ζευγαράκι μπουζουριάζεται και πάει να γνωρίσει τις χαρές του ελ­ληνικού αστυνομικού τμήματος, επει­δή δεν είχε ταυτότητα επάνω του, ένα σαββατιάτικο απόγευμα.

Στο μεταξύ, η δική μας εξακρίβωση συνεχίζεται. Ο νεαρός αστυνομικός συνεχίζει να απαγγέλλει ταυτότητες σε αυτό το απρογραμμάτιστο υπαί­θριο φιλολογικό σουαρέ. Τον ρωτά­με: «Γιατί τα ρωτάς, αφού τα βλέπεις». Αυτός δεν απαντάει. Μόλις αντιλαμ­βάνεται διάλογο, ο προϊστάμενος που έδωσε «λύση» στο περιστατικό με το ζευγαράκι, έρχεται και κολλάει δίπλα για να δει εάν όλα γίνονται by the book. Από την άλλη πλευρά του δρό­μου, στέλεχος της ΑΔΕΔΥ Θεσσαλονί­κης συζητάει σε έντονο ύφος με άλλο αστυνομικό, μάλλον ανώτερο βαθμο­λογικά από τους «δικούς μας», του απέναντι πεζοδρομίου. Ο συνδικα­λιστής έβγαζε φωτογραφίες τα καθέ­καστα, ο αστυνομικός του ζήτησε, σε έντονο ύφος, τη μηχανή.

Και όμως και να να τον έβγαζε κανείς φωτογραφία, είτε αυτόν, εί­τε οποιονδήποτε άλλο αστυνομικό στη διασταύρωση, δεν θα είχε κα­μία επίπτωση από αυτές που φοβά­ται (αλήθεια, ποιες φοβάται;). Γιατί όλοι οι αστυνομικοί είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες. Ναι, αυτές τις κουκούλες που η προηγού­μενη κυβέρνηση ποινικοποίησε τη χρήση τους από τους «άλλους». Κου­κούλες και κράνη πάνω από αυτές και όποιος δεν είχε κουκούλα, φορού­σε τα κράνη με φέρινγκ, ίδια με αυτό του δικαστή Ντρεντ (μελλοντολογικό ακροδεξιό κόμικ που πραγματεύεται την άμεση απονομή δικαιοσύνης, για όσους δεν ξέρουν). Ο νεαρός που μου έπαιρνε τα στοιχεία, σε πολύ ευγενικό τόνο, φορούσε full face κουκούλα και έτσι, δεν μπορούσα να δω παρά μόνο τα μάτια αυτού που με «προστατεύει». Τον ρώτησα γιατί τη φοράει και μου είπε, χωρίς να με κοιτάει «ε, τώρα, ξέ­ρεις...». Δεν ήξερα. Τον ρώτησα για την περίπτωση που δεν έβγαινα από το σπίτι με ταυτότητα, μια και δεν εί­ναι απαραίτητη απογευματινές ώρες Σαββάτου σε ελεύθερη χώρα, αν τε­λικά θα κατέληγα στο τμήμα. Με ένα νευρικό γελάκι που έσπασε ίσα-ίσα την περιοχή γύρω από τα μάτια του (είπαμε, στη full face μόνο αυτά φαί­νονται) μου απάντησε «μάλλον». Του είχα δείξει και τη δημοσιογραφική, αλλά είπαμε, μόνο αστυνομικές δεχό­ταν το «κατάστημα».

Κάπως έτσι λοιπόν, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη προστάτεψε περίπου 10 άτομα στο 20λεπτο που πήρε αυτή η διαδικασία, προσάγο­ντας τους μισούς περίπου. Ο νεαρός αστυνομικός μας ευχαρίστησε στο τέλος και ζήτησε και «συγγνώμη για την ταλαιπωρία» με ένα ύφος που (στα μάτια τουλάχιστον) καμία σχέση δεν είχε με τη full face που φορούσε.

Κάπως έτσι όμως, στην Ελλάδα (και αλλού υποθέτω) ο αστυνομικός γίνε­ται «μπάτσος». Ο νεαρός που βγήκε πριν από μονοψήφια χρόνια από τη σχολή, θα χάσει την ευγένεια και τη συστολή του και σε μια δεκαετία φο­ρώντας full face θα γίνει αυτό που του ζητάνε, ένας πάνοπλος ντυμένος με τον πατροπαράδοτο νεοελληνικό τσαμπουκά σε υπερβολικές ποσότη­τες, που «προστατεύει» από πιθανές επιδρομές ανταρτών των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών όσους κυκλο­φορούν χωρίς ταυτότητα. Φαντάζεστε να στην πέσει κανένας τέτοιος για να σου πασάρει πιστοποιητικό γέννη­σης και να μην έχεις ταυτότητα, Σάβ­βατο απόγευμα;

Μόνο που όλα αυτά, πέρα από την πλάκα, δεν συνιστούν αρμοδιότητες υπουργείου «Προστασίας του Πολί­τη». Περισσότερο μοιάζουν με πραι­τωριανή φρουρά που σου χαλάει ένα ήρεμο κατά τα άλλα, σαββατιάτικο απόγευμα, αποτρέπει τον κόσμο από «ελεύθερη και ειρηνική διαμαρτυρία» όπως η ίδια η κυβέρνηση ονομάζει το δικαίωμα στην πορεία και δημιουρ­γεί μια ένταση που, με κοινωνικούς όρους ανάλυσης, συνήθως βρίσκει αντίλογο με άλλες εντάσεις. Και μετά, ξεκινάει το γνωστό γαϊτανάκι με τις δυσάρεστες επιπτώσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: