Εδώ και μια δεκαετία υπάρχει ένα εξαιρετικά εύχρηστο ψαχτήρι στο Ίντερνετ που δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη να βρίσκει ό,τι έχει γραφτεί το τελευταίο 48ωρο για ένα θέμα στον γερμανόφωνο Τύπο. Στην επιφάνεια εργασίας του “paperball.de” όπου εμφανίζονται συνήθως τα είκοσι θέματα με την περισσότερη ζήτηση, τις περισσότερες φορές τον τελευταίο χρόνο στην πρώτη πεντάδα φιγουράρει η λέξη «Ελλάδα».
Αυτή την εβδομάδα την πεντάδα συμπλήρωναν τα «λήμματα»: Ε.coli -καθώς ακόμη η επιδημία του κολοβακτηριδίου δεν έχει ξεπεραστεί-, Φουκουσίμα -το ενδιαφέρον για την πυρηνική κρίση δεν έχει κοπάσει-, Συρία -αν και τα δημοσιεύματα είναι εξαιρετικά φτωχά σε πρωτογενείς πληροφορίες- και γερμανικός στρατός -που υφίσταται την πιο ριζοσπαστική μεταρρύθμιση - συρρίκνωση στην ιστορία του.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ελάχιστοι ανταποκριτές για τα γερμανικά μέσα στην Αθήνα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν λίγοι «ειδικοί» για την Ελλάδα στη Γερμανία, τόνοι μελάνης χύνονται καθημερινά, γιατί η ελληνική κρίση είναι «σέξι» -με τη μιντιακή έννοια.
Είναι αδύνατον να παρακολουθήσει κανείς την πληθώρα των πρωτοσέλιδων, άρθρων, αναλύσεων, ρεπορτάζ, συνεντεύξεων, ανοιχτών επιστολών προς τον Γιώργο Παπανδρέου (από τις σελίδες της οικονομικής Handelsblatt), ανοιχτών επιστολών προς τους Έλληνες (από τις σελίδες της λαϊκής Bild), γελοιογραφιών, κηδειόχαρτων για το ευρώ (στο πρωτοσέλιδο του Spiegel), πωλητηρίων για τη Ρόδο ή την Ακρόπολη (!), λίβελων, κειμένων συμπαράστασης κ.λπ. Με τις αντίστοιχες κρίσεις στην Πορτογαλία ή την Ιρλανδία και με τους φόβους να βυθιστεί η Ισπανία ή η Ιταλία τα γερμανικά μέσα ασχολούνται εντυπωσιακά λιγότερο, ενδεχομένως διότι το μεγάλο «πείραμα» αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι η Ελλάδα.
Το κλίμα αυτό τροφοδοτείται από την πληθώρα δηλώσεων αρμόδιων και μη πολιτικών, σοβαρών και μη οικονομολόγων και πολλών «μαϊντανών» και με τη σειρά του πυροδοτεί νέες δηλώσεις. Πέρα από το πολιτικό της υπόθεσης -που δεν είναι και τόσο σαφές, καθώς και η γερμανική ηγεσία δεν έχει ξεκάθαρη και ομόφωνη άποψη για το πώς πρέπει να χειριστεί την ελληνική, ιρλανδική, πορτογαλική και εν τέλει ευρωπαϊκή κρίση, ενώ συχνά εμπλέκει στην ευρωπαϊκή της πολιτική τα εσωτερικά της προβλήματα- έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το κοινωνικό.
Πάντοτε υπήρχαν προκαταλήψεις για τους Έλληνες στη Γερμανία (όπως για όλους παντού) αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο έντονες και ποτέ δεν ήταν τόσο... θεσμικές. Είναι άλλο πράγμα η γκρίνια στα γερμανικά καφενεία -για «τους χαραμοφάηδες του Νότου που περνούν ζωή και κότα με τα λεφτά που βγάζουμε με τον ιδρώτα του προσώπου μας»- και είναι άλλο να υιοθετεί ανάλογη επιχειρηματολογία ένας πολιτικός, πόσο μάλλον η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ.
Ωστόσο το κυρίαρχο στοιχείο το τελευταίο διάστημα δεν είναι οι προκαταλήψεις ή η περιφρόνηση των πολιτών ούτε καν οι πιέσεις των πολιτικών προς τους Έλληνες συναδέλφους τους για συναίνεση και επιτάχυνση στις όποιες μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, κατεδαφίσεις.
Το κυρίαρχο είναι ο φόβος. Ο φόβος ότι, εάν δεν αντιμετωπιστεί επιτυχώς η ελληνική κρίση θα… ξηλωθεί το πουλόβερ της Ευρωζώνης -και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο φόβος ότι θα πάψουν να ισχύουν τα αυτονόητα ευρωπαϊκά κεκτημένα- αυτά τα οποία κανείς δεν εκτιμά ακριβώς επειδή τα θεωρεί δεδομένα.
Τον ρόλο του υπερασπιστή της... χαμένης τιμής της ευρωπαϊκής ιδέας έχουν αναλάβει στη Γερμανία οι παλιοί - ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Από τον σοσιαλδημοκράτη πρώην καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ μέχρι τον χριστιανοδημοκράτη πρώην καγκελάριο Χέλμουτ Κολ η γενιά του πολέμου και του «ονείρου» της ευρωπαϊκής ενοποίησης παρεμβαίνει με κάθε ευκαιρία για να πιέσει τη σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας να μην θυσιάσει στον βωμό του εθνικού εγωισμού, του λαϊκισμού και του χρήματος τα επιτεύγματα του παρελθόντος.
Από τον πρώην υπουργό Οικονομικών και εκ των ηγετών της αριστεράς Όσκαρ Λαφοντέν μέχρι τον «κόκκινο» Ντάνι Κον Μπεντίτ η πρώτη μεταπολεμική γενιά επισημαίνει με κάθε ευκαιρία ότι το συνδετικό του «ονείρου» ήταν πάντοτε η αλληλεγγύη κι όχι η μακροημέρευση των τραπεζιτών. Και όλοι τους, με διαφορετικό στιλ ο καθένας, ακόμη και ο Φιλελεύθερος πρώην υπουργός Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ, υπενθυμίζουν ότι ο μεγάλος κερδισμένος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης είναι η Γερμανία, άρα αυτή έχει και τη μεγαλύτερη υποχρέωση να βάλει πλάτη για τη διάσωση της Ελλάδας.
Είπαν - έγραψαν
Χέλμουτ Σμιτ, πρώην καγκελάριος, SPD
«Η Ελλάδα -ακόμη και στην ακραία περίπτωση μιας χρεωκοπίας- χρειάζεται από την Ευρώπη ένα πρόγραμμα βοήθειας, που θα ξεπερνά κατά πολύ τις πιστώσεις. Το πρόγραμμα θα πρέπει να προσανατολίζεται στις βασικές αρχές της απασχόλησης, της παραγωγικότητας και του λαϊκού εισοδήματος. Πρέπει να ανοίγει στους Έλληνες πολίτες μια προοπτική ευημερίας».
Κλάους Κίνκελ, πρώην υπουργός Εξωτερικών, FDP
«Οι Γερμανοί δεν θέλουν να επωμιστούν το κύριο βάρος της διάσωσης άλλων χωρών. Όμως η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, η Ελλάδα χρειάζεται βοήθεια και πρέπει να τη δώσουμε. Αυτή τη στιγμή δεν βλέπω ένα ολοκληρωμένο σχέδιο βοήθειας, αλλά θα πρέπει να το εκπονήσει πρωτίστως η Κομισιόν».
Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπουργός Οικονομικών, CDU
«Πρώτον, πρέπει να ενισχύσουμε τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, πρέπει να γίνει και η Ε.Ε. πιο αποτελεσματική. Και τρίτον πρέπει να ανοίξουμε για την Ελλάδα νέες προοπτικές ανάπτυξης. Ένα παράδειγμα θα ήταν να τη στηρίξουμε στην παραγωγή ηλιακής ενέργειας και να εισάγουμε αυτό το ρεύμα».
Όσκαρ Λαφοντέν, πρώην υπουργός Οικονομικών, Αριστερά
«Τα μέτρα που επιβάλλει η Ευρώπη στην Ελλάδα απλά επιτείνουν την οικονομική αδυναμία της. Θα έπρεπε να αρχίσουν να πληρώνουν και οι πλούσιοι την κρίση, ενώ θα έπρεπε να 'κουρευτεί' ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους»
«Για μια πιο στενή πολιτική ένωση»
Η πολιτική πρέπει να πάρει πάλι το τιμόνι στο χέρι της, αντί απλά να αντιδρά στην κρίση της Ευρώπης. Την ανοιχτή επιστολή που ακολουθεί, ενάντια σε νέα πακέτα λιτότητας και υπέρ της ταχύτερης ενοποίησης της Ευρώπης, υπογράφουν σημαντικές προσωπικότητες από τον χώρο της πολιτικής και της διανόησης.
Οι φιλόσοφοι Γιούργκεν Χάμπερμας, Μπερνάρ Ανρί Λεβί, οι κοινωνιολόγοι Ούλριχ Μπεκ, Ζίγκμουντ Μπάουμαν, οι οικονομολόγοι Πέτερ Μπόφινγκερ, Στέφαν Κολινιόν, Γκούσταβ Χορν, οι πολιτικοί επιστήμονες Ντέιβιντ Χελντ, Χένινγκ Μάιερ, Καλυψώ Νικολαΐδη, Μαρία Ζοάο Ροντρίγκες και ο Τζουλιάνο Αμάτο (πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας), ο Άλφρεντ Γκούζενμπαουερ (πρώην καγκελάριος της Αυστρίας), ο Πολ Νίρουπ Ράσμουσεν (πρώην πρωθυπουργός της Δανίας), ο Μάρτιν Σουλτς (πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Ομάδας στην Ευρωβουλή) κ.ά.
«Η κρίση στην Ευρωζώνη είναι μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση και μέχρι στιγμής δεν αντιμετωπίζεται επιτυχώς. Για πολύ καιρό αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις απλά αντιδρούσαν στις εξελίξεις, αντί να αντιμετωπίσουν ενεργά τις αιτίες της κρίσης. Αυτή η μορφή της πολιτικής Ad hoc έχει υποσκάψει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Έχει μπερδέψει τους πολίτες, τους έκανε να χάσουν την εμπιστοσύνη τους. Πρέπει να αλλάξουμε αυτό τον τρόπο προσέγγισης. Πρέπει να επανακτηθεί η πολιτική ηγεσία για να αποτρέψει νέες ζημίες.
Καλούμε όλους τους Ευρωπαίους που έχουν ψηφιστεί για να παίρνουν αποφάσεις να αναλάβουν και πάλι την πολιτική ατζέντα και να εκπονήσουν ένα σχέδιο για το μέλλον μιας επιτυχημένης και ενωμένης Ευρωζώνης. Χρειαζόμαστε μια πειστική νέα πρόταση για οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη, την οποία θα μπορούν να αποδεχτούν όλοι οι Ευρωπαίοι -στον Βορρά και στον Νότο. Αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι ένας ακόμη γύρος μέτρων λιτότητας, τα οποία ούτε την εμπιστοσύνη ενισχύουν ούτε την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα.
Χρειαζόμαστε νέους και αποτελεσματικούς οικονομικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης, για να διορθώσουμε τα θεσμικά ελλείμματα της Ευρωζώνης και να ενισχύσουμε τον στενότερο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών. Η νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς στενότερη πολιτική ένωση. Αυτό θα πρέπει να το αντιληφθούμε και να το προχωρήσουμε, αντί να ρισκάρουμε την κατάρρευση της Ευρωζώνης. Μια τέτοια κατάρρευση θα είχε ανυπολόγιστο πολιτικό και οικονομικό κόστος.
Ανησυχούμε για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ε.Ε. -κυρίως λόγω των μακροπρόθεσμων ζημιών που μπορεί να προκύψουν. Μόνο μια νέα πολιτική μπορεί να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στην οικονομική σταθερότητα της νομισματικής ένωσης και στο μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι ώρα να αλλάξουμε πορεία και να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση».