Όπως όλα δείχνουν σε λίγες ημέρες η χώρα θα προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. - ΔΝΤ, υπό το βάρος της ανεξέλεγκτης ανόδου των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου -ενορχηστρωμένης από τη διεθνή κερδοσκοπική ελίτ- και της χρόνιας παραγωγικής μας κρίσης ενορχηστρωμένης από την οικονομική και πολιτική ελίτ που ακολούθησε τη συνταγή του παγκόσμιου καπιταλισμού για μεγέθυνση βασισμένη στο φθηνό δανεικό χρήμα και την οικοδομή, μπολιασμένη βέβαια με τον παραδοσιακό εγχώριο παρασιτισμό και μεταπρατισμό.
Η απόφαση για την προσφυγή στον μηχανισμό οφείλει να δοκιμαστεί στη βάση δύο ερωτημάτων: Πρώτον, αν υπάρχει ουσιαστική, δημοκρατική νομιμοποίηση από τον λαό για τη λήψη τέτοιας απόφασης, στοιχείο που υπερέχει όλων των άλλων, καθώς μιλούμε για μια απόφαση που θα χαράξει το μέλλον της κοινωνίας μας για τις επόμενες δεκαετίες, αγγίζοντας θέματα κυριαρχίας, κοινωνικών δικαιωμάτων, παραγωγικού μοντέλου και γεωπολιτικού προσανατολισμού της χώρας. Δεύτερον, αν με βάση τη σχέση κόστους -ωφέλειας η προσφυγή στον μηχανισμό συνιστά τη βέλτιστη λύση ή πρέπει να διερευνηθούν και άλλες.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, το ζήτημα της έλλειψης ουσιαστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης της Βουλής συνολικά αλλά και της κυβέρνησης ειδικότερα, αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι κανένα κόμμα προεκλογικά δεν μίλησε έστω και περί της πιθανότητας προσφυγής σε έναν τέτοιο μηχανισμό εν γένει και στο ΔΝΤ πιο συγκεκριμένα. Η προσφυγή δε στον μηχανισμό δεν αποτελεί μια -δυστυχώς- συνηθισμένη αποστασιοποίηση από προεκλογικές εξαγγελίες του όποιου κυβερνώντος κόμματος. Συνιστά κομβική επιλογή, ποιοτικά διαφορετική, που οδηγεί τη χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο του οποίου οι πρωταγωνιστές τίθενται υπεράνω των νομίμως και δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων του κράτους σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα της κοινωνίας μας.
Οι υποστηρικτές της προσφυγής στον μηχανισμό στήριξης προτάσσουν ως απάντηση στην έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης την αναγκαιότητα και τον μονόδρομο της λύσης αυτής. Σε κάθε αντίθετη περίπτωση υποστηρίζουν ότι μας περιμένουν σειρά καταστροφών όπως χρεωκοπία, ίσως έξοδος από την Ευρωζώνη κ.λπ. Η αντίληψη όμως του μονοδρόμου είναι ανεπαρκής ως εξήγηση αλλά και επικίνδυνη για κάθε δημοκρατία.
Πρώτα απ' όλα είναι ανεπαρκής διότι η ίδια η ελληνική αλλά και η διεθνής πολιτική ιστορία έχουν αποδείξει ότι δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Ειδικά σε μια εποχή πολυπολισμού και αναδυομένων δυνάμεων υπάρχουν πάντα εναλλακτικές επιλογές για μια κυβέρνηση με αυτοπεποίθηση και φαντασία. Άλλωστε μια σειρά άλλων επιλογών προτάθηκε το τελευταίο διάστημα, μεταξύ των οποίων η έγκαιρη επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, ώστε να σβηστεί ένα τμήμα του και να επιμηκυνθεί η αποπληρωμή του υπολοίπου, η εξεύρεση εναλλακτικών πιστωτών σε συνδυασμό με στοχευμένες στρατηγικές συνεργασίες, οι πολύ ταχύτερες παρεμβάσεις σε τομείς όπου πραγματικά το δημόσιο χάνει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, η αξιοποίηση του «όπλου» των αμυντικών εξοπλισμών, η άμεση αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και πολλά άλλα. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει δώσει πολύ μεγαλύτερη σημασία σε μη συμβατικές ίσως επιλογές, που όμως σήμερα θα αποδεικνύονταν πολύ πιο αποτελεσματικές.
Κυρίως, όμως, η αντίληψη περί μονοδρόμου και αδήριτης αναγκαιότητας είναι επικίνδυνη: η δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας -όπως και της δικαστικής φυσικά- δεν μπορεί να εργαλειοποιείται. Δεν μπορεί να κάμπτεται προς όφελος της αναγκαιότητας όπως η εκάστοτε κυβέρνηση την οριοθετεί και συνακόλουθα αποφασίζει να τη διαχειριστεί. Αντίθετα, οι μείζονες αποφάσεις και κρίσεις είναι που απαιτούν ακόμα περισσότερο τον λαό στο προσκήνιο και όχι φοβισμένο στη γωνία.
Επιπλέον η απόφαση περί προσφυγής στον μηχανισμό στήριξης πρέπει να ελεγχθεί και ως προς τη σχέση κόστους - ωφελείας. Αν δεχτούμε ότι η χώρα διανύει μια κρίση πολύπλευρη, δηλαδή παραγωγική, με αιχμή τον παραδοσιακό παρασιτισμό, δημοσιονομική, με αιχμή την αναχρηματοδότηση του χρέους της, πολιτική, με αιχμή την αλλοτρίωση της πολιτικής ελίτ, κοινωνική, με αιχμή τη δοκιμαζόμενη συνοχή της κοινωνίας μας, πνευματική, με αιχμή την κουλτούρα της ιδιώτευσης, και θεσμική, με αιχμή τον αναχρονισμό των κρατικών δομών, τότε κατανοεί κανείς ότι λύσεις τύπου ΔΝΤ, που προωθούν τη φτωχοποίηση, τη μακρόχρονη απώλεια κυριαρχίας, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την εσωτερική υποτίμηση, την ακόμα στενότερη εξάρτηση από το καρτέλ των πιστωτών μας και τον περιορισμό του λαού σε ρόλο παθητικού παρατηρητή, μάλλον δεν εγγυώνται την έξοδο από την πολύπλευρη κρίση μας. Μάλιστα αμφισβητείται -και ορθώς κατά τη γνώμη του γράφοντος- κατά πόσο ο μηχανισμός διάσωσης αντιμετωπίζει και το δημοσιονομικό πρόβλημα ή εάν απλά παρατείνεται η αγωνία και η εξάρτηση της χώρας από διευρυνόμενα συνεχώς χρέη.
Μπροστά σε αυτά τα δύο μεγάλα ζητήματα, δημοκρατικής νομιμοποίησης και σχέσης κόστους - ωφελείας, η κυβέρνηση δεν πρέπει να διαλέξει τον δρόμο των κλειστών διαπραγματεύσεων και της εμπιστοσύνης προς την ελίτ των δήθεν γνωριζόντων, που πάντα «ξέρουν καλύτερα» τι πρέπει να γίνει. Πρέπει να ρίξει ρίζες στη λαϊκή νομιμοποίηση. Να ανοίξει το δρόμο προς μια ριζοσπαστική πολιτική αναδιάταξη. Προς αυτήν την κατεύθυνση η κυβέρνηση μπορεί να κινηθεί με το να προκηρύξει δημοψήφισμα για την προσφυγή μας ή όχι στον μηχανισμό στήριξης, όπως και για τους όρους της προτεινόμενης συμφωνίας. Όχι για να κρυφτεί πίσω από τον λαό. Αλλά για να δομήσει μια νέα εθνική - λαϊκή ενότητα, όχι ως στείρα επανάληψη του παρελθόντος αλλά ως ένα δημιουργικό άλμα στη διαφορετική μεταπολίτευση που προσδοκούν οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
* Ο Θέμης Τζήμας είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ
avgi.gr post 24/4/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου