Οι τοξίνες στη λίμνη έχουν μπει στη ζωή μας εδώ και χρόνια, αλλά εμείς προσπαθούμε να τις κρατήσουμε όσον το δυνατόν έξω από αυτήν. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη συζήτηση που έγινε το βράδυ της Παρασκευής στο Νομαρχιακό Συμβούλιο με αφορμή την παρουσίαση της μελέτης χαρακτηρισμού τοξικών κυανοβακτηρίων της λίμνης.Η μελέτη αυτή, που παρουσιάστηκε από το μέλος της επιστημονικής ομάδας του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και πρώην πρόεδρο του φορέα διαχείρισης της Παμβώτιδας Γιάννη Σαΐνη, αποτέλεσε την αφορμή για να ξεσπάσει αντιπαράθεση σχετικά με την κατάσταση στη λίμνη. Το αποτέλεσμα της συζήτησης δεν οδήγησε πουθενά. Η συζήτηση αποτελούνταν από σκόρπιες απόψεις, από απουσία επιστημονικών δεδομένων και κυρίως από έλλειψη πραγματικής διάθεσης για επίλυση των σημαντικών προβλημάτων της λίμνης, ενώ τα περί τοξινών αγνοήθηκαν.Η νομαρχιακή αρχή, με χτεσινή της ανακοίνωση, έβγαλε πάντως τα δικά της συμπεράσματα για τις τοξίνες: «Τη σαφή βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των υδάτων της λίμνης Παμβώτιδας, επιβεβαιώνει η μελέτη για τον χαρακτηρισμό της ποικιλομορφίας των τοξικών κυανοβακτηρίων και των ετήσιων διακυμάνσεων της ηπατοτοξίνης μικροκυστίνης» (σ.σ. τη μελέτη την είχε αναθέσει η Νομαρχία). Είναι πράγματι έτσι; Ο κ. Σαΐνης δεν είπε, πάντως, ποτέ κάτι τέτοιο. Από τις μετρήσεις της επιστημονικής ομάδας που έγιναν από τον Αύγουστο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2005, βρέθηκε όντως ότι τα μικρογραμμάρια (μg) τοξίνης ανά γραμμάριο κυανοβακτηρίου δεν ξεπερνούν τα 600. Το εύρημα αυτό είναι πολύ πιο χαμηλό από τα 950 μg που είχαν βρεθεί από άλλη επιστημονική ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι συγκεκριμένοι αυτοί επιστήμονες είχαν βρει δε ότι στην Παμβώτιδα καταγράφονται από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μικροκυστινών, οι οποίες αποτελούν την πιο συχνή κατηγορία των κυανοτοξινών.Το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων βρήκε λιγότερα μικρογραμμάρια τοξίνης δεν σημαίνει πως οι τοπικές αρχές και οι πολίτες δεν θα πρέπει να ανησυχούν. Κι αυτό επειδή, όπως είπε, και ο κ. Σαΐνης στο Νομαρχιακό Συμβούλιο: «Είναι γεγονός ότι τα τοξικά βακτήρια ελαττώθηκαν. Το οικοσύστημα όμως είναι ένα ασταθές περιβάλλον», αφήνοντας να εννοηθεί ότι ανά πάσα στιγμή οι τοξίνες μπορεί να αυξηθούν και ότι οι μετρήσεις μπορεί να είναι διαφορετικές σε μια άλλη χρονική περίοδο. Το ίδιο ισχύει και για τα όρια ασφαλείας. «Οι τιμές είναι κάτω των ορίων για το πόσιμο νερό και για την άσκηση δραστηριοτήτων αναψυχής που έχει θεσπίσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας» τόνισε ο κ. Σαΐνης. Οι υψηλότερες δε τιμές παρουσιάστηκαν το φθινόπωρο, με την αναψυχή να βρίσκεται στο όριο της τοξικότητας (19,5 μg/l ενώ το όριο ασφαλείας είναι 20 μg/l).Η μελέτη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων δεν επαρκεί για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα για τις τοξίνες της λίμνης και κατά συνέπεια για τη δημόσια υγεία. Χρειάζεται επαγρύπνηση από την επιστημονική κοινότητα όπως και εκπόνηση προγραμμάτων ελέγχου των νερών. Οι Οικολόγοι Πράσινοι Ιωαννίνων, οι οποίοι μοίρασαν σχετικό κείμενο στο Νομαρχιακό Συμβούλιο, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, όσον αφορά το θέμα αυτό: «Η κρισιμότητα του θέματος, η έλλειψη πληροφοριών ή ο εφησυχασμός για την παρουσία και τις μεταβολές των κυανοβακτηρίων, των τοξινών για το υδάτινο οικοσύστημα της Παμβώτιδας σε συνδυασμό με το μέγεθος των προβλημάτων που διαπιστώθηκαν σε άλλες χώρες, ευρωπαϊκές και μη, με περιβαλλοντικές συνθήκες παρόμοιες με τη δική μας, καταστούν αναγκαία και επιτακτική τη διαρκή εργαστηριακή παρακολούθηση, τη σύνταξη μελετών, για να αποτιμηθούν ακριβώς η έκταση του προβλήματος και οι επιπτώσεις στην τροφική αλυσίδα».
Τρώγονται τα ψάρια;
Το ερώτημα «τρώγονται τα ψάρια;» ήταν αυτό που κυριάρχησε στο Νομαρχιακό Συμβούλιο. Η απάντηση είναι «ναι» όσον αφορά τις τοξίνες, οι οποίες βρίσκονται κάτω από τα όρια ασφαλείας. Όσον αφορά όμως τους άλλους παράγοντες, όπως τα βαρέα μέταλλα; Παλιότερες μελέτες έδειχναν τα βαρέα μέταλλα να βρίσκονται επίσης κάτω από τα όρια ασφαλείας. Όλα μαζί όμως βαρέα μέταλλα, τοξίνες και οτιδήποτε άλλο βλαβερό βρίσκονται κάτω από τα όρια ασφαλείας; Η απάντηση αυτή, δυστυχώς, δεν μπορεί να δοθεί αν δεν γίνει μια ολοκληρωμένη μελέτη από τους επιστήμονες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα μύδια (όπως και οι πίνες) της λίμνης, τα οποία είναι τα πιο ευαίσθητα σε βλαβερές ουσίες, δεν πρέπει να τρώγονται.
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου